- οφθαλμοσκόπηση
- ηπαρατήρηση, ανίχνευση του εσωτερικού του ματιού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
οφθαλμοσκόπηση — η η οφθαλμοσκοπία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + σκοπώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον Σ. Α. Ζαγκαρόλα] … Dictionary of Greek
οφθαλμοσκοπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στην οφθαλμοσκόπηση: Οφθαλμοσκοπική έρευνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)